- ὀπήεις
- ὀπήεις, εσσα, εν, ([etym.] ὀπή)A with a hole, δίφρος ὀ., i. e. an obstetric chair, Hp.Mul.2.114.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπήεις — ὀπήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει οπή, τρύπιος («δίφρος ὀπήεις», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπή + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεις] … Dictionary of Greek
ὀπήεντα — ὀπήεις with a hole neut nom/voc/acc pl ὀπήεις with a hole masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)